ὑφήγησιν

ὑφήγησιν
ὑφήγησις
leading
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υφήγησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑφηγοῡμαι] 1. οδηγία, καθοδήγηση («περιοικεῑται δὲ πόλεσιν Ἑλληνίσι κατά τὴν ὑφήγησιν τὴν Ἀλεξάνδρου», Πολ.) 2. διδασκαλία 3. ερμηνεία, εξήγηση 4. σύντομη περιγραφή θέματος 5. αφήγηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”